- Σατυρογράφος
- Σᾰτῠρογράφος [γρᾰ], ον,A writing Satyric dramas, D.L.5.85, IG7.1773.29 ([place name] Thespiae).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σατυρογράφος — writing Satyric dramas masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυρογράφος — (I) ον, Α αυτός που γράφει σατυρικά δράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + γράφος*]. (II) ο, η, Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρογράφος … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek